σκάρωμα

σκάρωμα
το, Ν [σκαρώνω]
1. σύλληψη ιδέας
2. επινόηση, εφεύρεση
3. (ναυπ.) κατασκευή τού σκελετού ναυπηγούμενου πλοίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκάρωμα — το, ατος το να σκαρώνει κάποιος κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυπήγηση — η κατασκευή πλοίου, αλλ. σκάρωμα πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”